Τα χλαμύδια θεωρείται ότι είναι το πιο συχνό Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο Νόσημα, ιδιαίτερα σε γυναίκες νεαρής ηλικίας – εκτιμάται ότι σχεδόν τα μισά κρούσματα καταγράφονται σε γυναίκες κάτω των 25 ετών.
Τα χλαμύδια μεταδίδονται με τη συνουσία και με άλλους τύπους σεξουαλικής επαφής και μπορεί να εντοπιστούν στα αναπαραγωγικά όργανα, την ουρήθρα, τον πρωκτό ή το στόμα, αλλά το πιο συνηθισμένο σημείο εμφάνισής τους στις γυναίκες είναι ο τράχηλος της μήτρας. Είναι νόσημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα με την κατάλληλη αγωγή, ωστόσο ο κίνδυνος υποτροπής/ επαναμόλυνσης είναι αρκετά υψηλός, ενώ αν μείνει αθεράπευτο μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα ή προβλήματα στην κύηση.
Αυξημένο κίνδυνο προσβολής από χλαμύδια διατρέχουν άτομα που έχουν σεξουαλικές επαφές με περισσότερους από έναν συντρόφους ή με σύντροφο που έχει και άλλον σεξουαλικό παρτενέρ, άτομα που έχουν προσβληθεί από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα στο παρελθόν, καθώς και όσοι δεν χρησιμοποιούν προφυλακτικό σχολαστικά και με συνέπεια όταν δεν βρίσκονται σε αμοιβαία μονογαμική σεξουαλική σχέση.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα χλαμύδια ειναι ασυμπτωματικά και για αυτό υπάρχει κίνδυνος να εξαπλωθούν, αλλά και να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες: λόγω της απουσίας συμπτωμάτων, η πάσχουσα δεν αναζητά ιατρική βοήθεια και η νόσος δεν αντιμετωπίζεται.
Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να επιφέρει οξεία πυελική φλεγμονή και απόφραξη σαλπίγγων και να εμποδίσει τη γονιμοποίηση. Εκτός από την υπογονιμότητα, τα χλαμύδια συνδέονται και με αυξημένες πιθανότητες εξωμητρίου κύησης, αλλά και με πρόωρη γέννηση. Ακόμη, μπορεί να μεταδοθούν από τη μητέρα στο παιδί κατά τη διάρκεια του τοκετού προκαλώντας σοβαρά προβλήματα υγείας στο νεογνό.
Όταν υπάρχουν, τα συμπτώματα μπορεί να είναι ήπια και να παρουσιαστούν λίγες μέρες ή και μερικές εβδομάδες μετά τη μόλυνση. Στις γυναίκες, τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι υποκίτρινες εκκρίσεις από τον κόλπο ή την ουρήθρα, πόνος κατά την ούρηση ή συχνουρία, κολπική αιμορραγία ανάμεσα στις περιόδους, καθώς και εκκρίσεις, αιμορραγία ή πόνος από το ορθό. Άλλα συμπτώματα που ίσως σχετίζονται με τη νόσο είναι κοιλιακός πόνος με πυρετό, πόνος κατά τη συνουσία και κνησμός η αίσθηση καύσου μέσα ή γύρω από τον κόλπο.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ – ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Ο έλεγχος για χλαμύδια γίνεται στις γυναίκες με λήψη ούρων ή δείγματος από τον κόλπο, το στόμα, το ορθό ή την περιοχή γύρω από τον τράχηλο. Σε γυναίκες που είναι κάτω των 25 ετών ή σε μεγαλύτερες γυναίκες που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής από χλαμύδια συνιστάται έλεγχος μία φορά ετησίως.
Η θεραπεία των χλαμυδίων γίνεται με λήψη αντιβιοτικών από το στόμα. Απαραίτητος είναι ο έλεγχος και η θεραπεία του σεξουαλικού συντρόφου ή οποιουδήποτε άλλου έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή με την πάσχουσα τις προηγούμενες 60 ημέρες. Είναι πολύ σημαντικό η λήψη των αντιβιοτικών να γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί από το γιατρό και η αγωγή να ολοκληρώνεται με συνέπεια. Καθώς η λοίμωξη μπορεί να μεταδοθεί στο σεξουαλικό σύντροφο ακόμη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας, επιβάλλεται η σεξουαλική αποχή μέχρι το τέλος της θεραπείας ή και λίγο περισσότερο, τόσο για την πάσχουσα όσο και για το σύντροφό της. Επανέλεγχος συνιστάται να γίνεται τρεις μήνες μετά τη θεραπεία.