Η κατανάλωση πρωτεΐνης και λαχανικών πριν από τους υδατάνθρακες διατηρεί χαμηλά τα επίπεδα του σακχάρου και της ινσουλίνης μετά το γεύμα, σε παχύσαρκους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2:
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε έρευνα του Weill Cornell Medical College σχετικά με το αν η σειρά κατανάλωσης των τροφών επηρεάζει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Τα ευρήματα της έρευνας ίσως αλλάξουν τις οδηγίες που δίνονται στους πάσχοντες και σε όσους διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου, όσον αφορά τις διατροφικές τους συνήθειες, με την έμφαση να δίνεται πλέον όχι μόνο στην ποσότητα των υδατανθράκων αλλά και στο πότε είναι καλύτερο να γίνεται η κατανάλωσή τους.
«Στην προσπάθειά μας να βοηθήσουμε τους διαβητικούς να ελέγξουν πιο αποτελεσματικά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους», εξηγεί ο καθηγητής κλινικής ιατρικής Dr. Louis Aronne, επικεφαλής της έρευνας, «βασιζόμαστε στη φαρμακευτική αγωγή, αλλά η δίαιτα παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία. Δυστυχώς, δεν είναι εύκολο να πειστούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες. Οι υδατάνθρακες αυξάνουν το σάκχαρο, αλλά πολλοί ασθενείς δυσκολεύονται να τους βγάλουν από τη διατροφή τους ή έστω να τους περιορίσουν. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας υποδεικνύουν ότι υπάρχει τρόπος να συγκρατηθεί το επίπεδο του σακχάρου και της ινσουλίνης στο αίμα, χωρίς αυστηρή δίαιτα».
Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 ελέγχουν το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα τους καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, μέσω ενός «στυλό» λήψης αίματος. Η εξέταση έχει μεγάλη σημασία, καθώς το σταθερά υψηλό επίπεδο σακχάρου ή οι μεγάλες αυξομειώσεις του συνδέονται με επιπλοκές της νόσου όπως η αρτηριοσκλήρυνση και η αύξηση του κινδύνου καρδιακής προσβολής.
Στην έρευνα του ιδρύματος συμμετείχαν παχύσαρκοι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 οι οποίοι υποβάλλονταν σε φαρμακευτική αγωγή για τον έλεγχο της νόσου. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να καταναλώσουν ένα τυπικό γεύμα «δυτικού τύπου», με λαχανικά, υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, και λίπη. Την ημέρα του πρώτου γεύματος, οι ασθενείς έφαγαν πρώτα τους υδατάνθρακες και, ύστερα από 15 λεπτά, τις πρωτεϊνούχες τροφές, τα λαχανικά και τα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος. Στη συνέχεια, μετρήθηκε το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα τους, 30, 60 και 120 λεπτά μετά το τέλος του γεύματος. Μια εβδομάδα αργότερα, η ομάδα υποβλήθηκε ξανά στο ίδιο τεστ, αλλά με αντεστραμμένη τη σειρά της δίαιτας: αρχικά οι πρωτεΐνες, στη συνέχεια τα λαχανικά και τα λίπη και τελευταίοι οι υδατάνθρακες. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων (ανά 30, 60 και 120 λεπτά και πάλι) έδειξαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης: έως και 29%, 37% και 17% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτα πιο χαμηλά ήταν και τα επίπεδα της ινσουλίνης.
«Αν και θα χρειαστεί να κάνουμε περαιτέρω έρευνα», δήλωσε ο Dr. Aronne, «με βάση αυτά τα αποτελέσματα, φαίνεται ότι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 έχουν τη δυνατότητα, κάνοντας μια απλή αλλαγή στο διατροφικό τους μοτίβο, να μειώσουν την ποσότητα ινσουλίνης που χρειάζεται να λαμβάνουν και, πιθανώς, να έχουν μακροπρόθεσμο όφελος στην υγεία τους.
Πηγή: