Οι εξετάσεις που γίνονται σήμερα στη διάρκεια της κύησης καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα ελέγχων. Όμως, στην πλειονότητά τους, είναι απλές εξετάσεις ρουτίνας που γίνονται σε κάποιο μικροβιολογικό εργαστήριο.
Στην έναρξη της εγκυμοσύνης, για παράδειγμα, και ειδικότερα κατά το πρώτο τρίμηνο, γίνονται γενικές εξετάσεις αίματος και ούρων, καρδιολογικές εξετάσεις, καθώς και μια σειρά επιμέρους ελέγχων που αφορούν, ενδεικτικά, τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, τα επίπεδα σιδήρου, την ανίχνευση HIV, ηπατίτιδας Β, δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, τοξοπλάσματος και την ανοσοποίηση κατά της ερυθράς.
Στο δεύτερο τρίμηνο πραγματοποιούνται οι εξετάσεις που έχουν σχέση με το έμβρυο, ώστε να αποκλειστούν οι πιθανότητες ύπαρξης γενετικών ανωμαλιών. Πιο συγκεκριμένα (ήδη από το τέλος του πρώτου τριμήνου), γίνεται μη επεμβατικός έλεγχος (NIPT): λήψη αίματος της εγκύου, ώστε να ανιχνευτούν κάποιες συγκεκριμένες ανωμαλίες στα χρωμοσώματα του εμβρύου. Η εξέταση έχει πολύ υψηλή ακρίβεια χωρίς το ρίσκο της αμνιοκέντησης, η οποία ωστόσο συνεχίζει να είναι η ακριβέστερη διαγνωστική μέθοδος.
Στο μαιευτήριο, στο τμήμα εμβρυομητρικής, πραγματοποιούνται αυχενική διαφάνεια και PAPPA, από τη 12η έως και την 13η εβδομάδα: ειδικό υπερηχογράφημα και εξέταση αίματος της εγκύου με σκοπό να εκτιμηθεί η στατιστική πιθανότητα μιας λίστας προβλημάτων. Με βάση τα αποτελέσματα, αποφασίζεται αν θα προχωρήσουμε στη διενέργεια επεμβατικών εξετάσεων (λήψη τροφοβλάστης/ αμνιοπαρακέντηση).
Από την 22η εβδομάδα γίνεται το υπερηχογράφημα Β επιπέδου, με το οποίο ελεγχεται αναλυτικά η ανατομία του εμβρύου.
Συνήθως την 32η εβδομάδα πραγματοποιείται Doppler, το οποίο είναι συμπληρωματικός υπερηχογραφικός έλεγχος. Η μελέτη της ροής αίματος σε διάφορα αγγεία παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την πορεία της κύησης. Η εξέταση επαναλαμβάνεται όποτε χρειάζεται, μαζί φυσικά με τον έλεγχο ανάπτυξης του εμβρύου.
Άλλες εξετάσεις που γίνονται στο τρίτο τρίμηνο για την παρακολούθηση της πορείας της εγκυμοσύνης καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία είναι:
Καρδιοτοκογράφημα (NST): καταγραφή των εμβρυικών παλμών και της δραστηριότητας της μήτρας (συσπάσεων) καθώς και των εμβρυϊκών κινήσεων πριν και κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Βιοφυσικό προφίλ (Από την 36η εβδομάδα): επιτρέπει στο γυναικολόγο να παρακολουθήσει τις κινήσεις του σώματος του εμβρύου μέσα στη μήτρα. Σε συνδυασμό με το καρδιοτοκογράφημα, επιτρέπει την εκτίμηση της συνολικής κατάστασης με ακρίβεια, καθώς πλησιάζει ο τοκετός.
Οι παραπάνω έλεγχοι αποτελούν ένα γενικό πλαίσιο παρακολούθησης της εγκυμοσύνης, στηριγμένο στη διεθνή πρακτική. Προφανώς η φροντίδα της κάθε εγκύου και του εμβρύου εξειδικεύεται σε ατομική βάση, ώστε να εξασφαλίζεται όσο είναι δυνατό το βέλτιστο αποτέλεσμα δίχως περιττές εξετάσεις, κόστος, ρίσκο, άγχος.
Κάθε μέλλουσα μαμά είναι διαφορετική και το μωρό της μοναδικό. Σε αυτή τη διαδικασία καταβάλλεται κάθε προσπάθεια ώστε το ζευγάρι να γνωρίζει τι κάνουμε, γιατί το κάνουμε και ποιες επιλογές υπάρχουν. Η επικοινωνία και η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι αναπόσπαστο κομμάτι, στοιχείο-κλειδί και εγγύηση ότι όλα θα εξελιχθούν με τον καλύτερο τρόπο.