Επίτοκες οι οποίες αρχίζουν τις ωθήσεις μία ώρα μετά την πλήρη διαστολή του τραχήλου έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να υποβληθούν σε καισαρική, σε σχέση με όσες αρχίζουν την εξώθηση μέσα στα πρώτα 30 λεπτά: πρόκειται για το αποτέλεσμα μεγάλης έρευνας που έγινε σε 25 μαιευτήρια των Η.Π.Α., με τη συμμετοχή 21.034 γυναικών.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου του ιατρικού περιοδικού Μαιευτική και Γυναικολογία. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, οι γυναίκες που αρχίζουν αργότερα τις ωθήσεις είναι πιθανότερο να βιώσουν ένα πιο παρατεταμένο δεύτερο στάδιο τοκετού, με πιο ενεργή εξώθηση. “Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πολυπληθή ομάδα της έρευνας δεν παρατηρήθηκε να προκύπτουν οφέλη είτε για τις μητέρες είτε για τα νεογνά στις περιπτώσεις καθυστερημένης έναρξης των ωθήσεων”, όπως ανέφερε η ομάδα του τμήματος Μαιευτικής και Γυναικολογίας του πανεπιστημίου Northwestern του Σικάγου. Τα αποτελέσματα της μελέτης έρχονται σε αντίθεση με τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών, σύμφωνα με τις οποίες η καθυστερημένη έναρξη των ωθήσεων μειώνει τη διάρκεια της ενεργούς εξώθησης.
Η ανάλυση χρησιμοποίησε δεδομένα από γεννήσεις που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 2008 και το 2011. Η έρευνα εξέτασε μονές κυήσεις σε γυναίκες που προηγουμένως ήταν άτεκνες. Όπως ανέφεραν οι ερευνητές, οι άτεκνες ήταν πιο κατάλληλες από “κλινική άποψη”, καθώς όσες γυναίκες έχουν ήδη έναν κολπικό τοκετό είναι πιθανότερο να γεννήσουν πάλι με τον ίδιο τρόπο.
Γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, με ιδιωτική ασφάλιση, λευκές ή πάσχουσες από διαβήτη ήταν πιο πιθανό να έχουν καθυστερημένη εξώθηση. Όπως εξήγησε η αρχισυντάκτρια του περιοδικού, Nancy Chescheir, αυτή η ομάδα των γυναικών ενδέχεται να δέχθηκε μαιευτική φροντίδα από επαγγελματίες υγείας που προτιμούν λιγότερο παρεμβατικές προσεγγίσεις κατά τη διάρκεια του τοκετού. Ωστόσο, οι συγγραφείς της μελέτης δεν παρείχαν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το προφίλ αυτών των επαγγελματιών.
Η καθυστερημένη έναρξη των ωθήσεων συνδέθηκε επίσης περισσότερο με γυναίκες που έκαναν επισκληρίδιο αναισθησία ή συνδυασμό επισκληριδίου και ραχιαίας αναισθησίας, με γυναίκες που γέννησαν μεγαλύτερα μωρά, καθώς επίσης και με εκείνες που εισήλθαν στο δεύτερο στάδιο του τοκετού κατά τις ώρες της ημέρας. Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και τους πιο πάνω παράγοντες για τη στάθμιση των αποτελεσμάτων.
Η καισαρική τομή ήταν πιο κοινή σε γυναίκες που είχαν καθυστερημένη έναρξη των ωθήσεων (11,2%, έναντι 5,1%), με τη διαφορά να παραμένει σημαντική ακόμη και μετά τη συνεκτίμηση των παραγόντων σφάλματος. Η καθυστερημένη εξώθηση συσχετίστηκε ακόμη με χρήση εμβρυουλκίας και επιλόχειο αιμορραγία.
Οι αιτίες για τους τοκετούς με καισαρική και εμβρυουλκία ήταν επίσης διαφορετικές ανάμεσα στις δύο ομάδες. Για τις γυναίκες με καθυστερημένη εξώθηση, ο λόγος που κατέφυγαν στην καισαρική ήταν πιο πιθανό να είναι η δυστοκία (83,5%, έναντι 72,9% για όσες άρχισαν νωρίτερα τις ωθήσεις) και λιγότερο πιθανό να είναι η ανησυχία για την κατάσταση του εμβρύου (9,3%, σε σχέση με 20,9% για όσες άρχισαν νωρίτερα τις ωθήσεις). Παρομοίως, μεταξύ όσων γέννησαν με εμβρυουλκία, στις γυναίκες με καθυστερημένη εξώθηση ήταν λιγότερο πιθανό ο λόγος να σχετίζεται με ανησυχία για την κατάσταση του εμβρύου (29,0%, σε σχέση με 42,6% για όσες άρχισαν νωρίτερα τις ωθήσεις) και πιο πιθανό να συνδέεται με δυσκολία στην κάθοδο του μωρού (17,0%, σε σχέση με 11,2% για όσες άρχισαν νωρίτερα τις ωθήσεις) ή με την εξάντληση της μητέρας (37,5%, σε σχέση με 29,1% για όσες άρχισαν νωρίτερα τις ωθήσεις).
Οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να συμπεριλάβουν στοιχεία για τη θέση του εμβρύου και πιθανολογούν ότι η καθυστερημένη εξώθηση θα μπορούσε να σχετίζεται με γυναίκες που δεν αισθάνονταν ως επείγουσα την ανάγκη να αρχίσουν τις ωθήσεις, επειδή το μωρό ήταν πολύ ψηλά ή σε όχι σωστή θέση.
Οι γυναίκες που καθυστέρησαν τις ωθήσεις είχαν μεγαλύτερο σε διάρκεια δεύτερο στάδιο τοκετού, συμπεριλαμβανομένης και της καθυστέρησης. Ο μέσος χρόνος και η ενδοτεταρτημοριακή διακύμανση ήταν 170 λεπτά και από 126 ως 232 λεπτά αντίστοιχα για γυναίκες με καθυστερημένη εξώθηση, έναντι 53 λεπτών και από 30 έως 94 λεπτά για όσες άρχισαν νωρίτερα τις ωθήσεις. Η ενεργή εξώθηση επίσης διήρκεσε περισσότερο για την πρώτη ομάδα, με μέσο χρόνο τα 80,4 λεπτά, έναντι 61,7 λεπτών αντίστοιχα.
Ύστερα από τη συνεκτίμηση πιθανών παραγόντων σφάλματος, στις γυναίκες με καθυστερημένη εξώθησητο δεύτερο στάδιο του τοκετού ήταν αυξημένο σε διάρκεια κατά 107,2 λεπτά και η ενεργή εξώθηση αυξημένη κατά 10,4 λεπτά.
Όσον αφορά τα μωρά, τα αποτελέσματα δεν διέφεραν, μετά τη στάθμιση των δεδομένων. Ενδεικτικά, δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τις εισαγωγές σε μονάδες αυξημένης φροντίδας ή διαφορές στην αξιολόγηση με την κλίμακα Apgar.
Οι γυναίκες με καθυστερημένη εξώθηση δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες για περινεοτομή, ράμματα ή εισαγωγές σε μονάδες εντατικής φροντίδας – ωστόσο, όπως παρατήρησαν οι συγγραφείς, ο αριθμός των εισαγωγών σε αυτές τις μονάδες ήταν γενικά χαμηλός ανάμεσα στις γυναίκες της έρευνας.
“Πρόκειται για μια συζήτηση που γίνεται σε καθημερινή βάση”, ανέφερε η δρ Chescheir. “Αν δείχνει κάτι αυτή η μελέτη, είναι ότι η καθυστερημένη εξώθηση δεν φαίνεται να προσφέρει όφελος στη μητέρα ούτε στο νεογνό. Είναι μια συνήθης πρακτική που με κάνει κάπως ανήσυχη”. Όπως πρόσθεσε η ίδια, το δίκτυο των μαιευτικών μονάδων εξετάζει περαιτέρω την πρακτική της καθυστερημένης εξώθησης, κάτι το οποίο μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη ανάγνωση των ευρημάτων της έρευνας.